Δευτέρα 28 Φεβρουαρίου 2011


V. ΝΕΟΚΛΑΣΙΚΑ ΚΤΗΡΙΑ

Β. ΤΑ ΝΕΟΚΛΑΣΙΚΑ ΚΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΣΠΑΡΤΗΣ
1. ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ


Στο τελευταίο αυτό τμήμα της εργασίας μας θα αναφέρουμε και θα παρουσιάσουμε κτήρια της Σπάρτης που κατασκευάστηκαν από την εποχή της επανίδρυσής της το 1834 ως τις αρχές του 20ου αιώνα, τα οποία η ομάδα εργασίας του 1ου Γενικού Λυκείου Σπάρτης επισκέφθηκε, φωτογράφισε και μελέτησε.
Το πρώτο Διοικητήριο εγκαινιάστηκε το 1837। Γύρω του άρχισε να αναπτύσσεται η νέα πόλη. Το κτήριο όπου στεγαζόταν το Πρωτοδικείο αποτελεί ένα σημαντικό ιστορικό κτήριο, τόσο γιατί είναι από τα λίγα οθωνικά κτήρια που σώζονται στην Ελλάδα, όσο και γιατί είναι το αρχαιότερο δημόσιο κτήριο της Σπάρτης και από τα αρχαιότερα της Ελλάδας. Γύρω στα 1930 έγιναν σημαντικές παρεμβάσεις σ ‘αυτό, με την προσθήκη τμήματος ορόφου στη νότια πλευρά και την αλλαγή της εισόδου από βορρά που ήταν αρχικά στη νότια πλευρά.

Η ΣΠΑΡΤΗ

Η σύγχρονη Σπάρτη μπορεί να θεωρηθεί τυχερή σε σχέση με άλλες πόλεις της ίδια πληθυσμιακής δυνατότητας, αφού σχεδιάστηκε από Βαυαρούς χωροτάκτες και πολεοδόμους. Το 1834 έκαναν προβλέψεις και συνδυασμούς που θα αποτελούν πρότυπα μίμησης και κατά τη διάρκεια του 21ου αιώνα. Έτσι η νέα Σπάρτη σχεδιάστηκε και κτίστηκε κατά τρόπο «ευρωπαϊκό» και σύγχρονο, χωρίς παράλληλα να αγνοηθεί και η παράδοση.
Τον Αύγουστο του 1828, λίγους μήνες μετά την άφιξη του Καποδίστρια, τίθεται για πρώτη φορά το αίτημα της μεταφοράς του Μυστρά στα ερείπια της παλαιάς Σπάρτης ως εναλλακτική πρόταση των πολιτών του Μυστρά στην ανοικοδόμηση της πυρπολημένης πόλης τους. Η ιδέα αυτή ενθουσιάζει τον Καποδίστρια, που σχεδιάζει να μεταβεί ο ίδιος στη Λακεδαίμονα για να μελετήσει τον τόπο, η δολοφονία του όμως του στερεί την ολοκλήρωση αυτής της προσπάθειας.
Η μακραίωνη αλλά και συγχρόνως ένδοξη ιστορία της Σπάρτης, οδήγησε το βασιλιά Όθωνα με την προτροπή του κλασικιστή και φιλέλληνα πατέρα του Λουδοβίκου Α’, στην απόφαση της ανίδρυσης της πόλης . Υπάρχει όμως και η άποψη ότι την απόφαση της ανίδρυσης έλαβε η αντιβασιλεία ώστε οι Βαυαροί να μπορούν πιο εύκολα να ελέγχουν τους ανυπότακτους Μανιάτες και την περιοχή. Ακόμα η μεταφορά στο χώρο της αρχαίας Σπάρτης φαίνεται να οφείλεται περισσότερο στην ευνοϊκή γεωγραφικής της θέση σε σχέση με το Μυστρά παρά στο γενικότερο κλίμα επανασύνδεσης με το ένδοξο αρχαίο ελληνικό παρελθόν ή στην επιθυμία του πατέρα του Όθωνα, που μνημονεύεται κατά κόρον στη υπάρχουσα βιβλιογραφία. Η αρχαία Σπάρτη με την ίδρυση του ελληνικού κράτους, δεν ήταν τίποτα άλλο παρά ένας τόπος γεμάτος ερείπια , τίποτα που να θυμίζει την παλιά της δόξα. Την εικόνα της περιοχής μας τη δίνει το τοπογραφικό σκαρίφημα του Abel Blouet που δημοσιεύτηκε στο Παρίσι το 1833. Τον Ιανουάριο του 1834 ο Γερμανός αρχαιολόγος Ludwing Ross έλαβε τη διαταγή να πάει στη Σπάρτη μαζί με το λοχαγό του μηχανικού August Jochmus Giacomo και να αναλάβουν την εκπόνηση σχεδίου. Λίγο αργότερα ο γεωμέτρης αρχιτέκτονας Fr. Stauffert ανέλαβε την αναθεώρηση του τοπογραφικού σχεδίου και τη σύνταξη του πολεοδομικού. Στις 20. 10. 1834 εκδίδεται στο Β. Δ «Περί ανεγέρσεως της Παλιάς Σπάρτης». Το διάταγμα υπογράφει, εν ονόματι του Βασιλιά η Αντιβασιλεία.
Το ρυμοτομικό σχέδιο κάλυπτε μια έκταση περίπου 600 στρεμμάτων που μπορούμε να πούμε ότι είναι από τα πιο αξιόλογα σχέδια που συντάχθηκαν σε όλη την περίοδο του 19ου αιώνα, τόσο όσον αφορά τη μορφολογία όσο και την πληρότητά του. Το σχέδιο παρουσιάζει έντονο νεοκλασικό χαρακτήρα σύμφωνα με τις αρχές του αρχιτεκτονικού και πολεοδομικού σχεδιασμού που κυριαρχούσε τότε στη Ευρώπη. Κύριο γνώρισμα του σχεδίου είναι η προσπάθεια για την κατά το δυνατόν απόλυτη συμμετρία, όσο αυτό επιτρεπόταν από το ανάγλυφο του εδάφους και από την ύπαρξη της Αρχαίας Σπάρτης. Σχεδιασμένο με τις αρχές του Ιπποδάμειου συστήματος προβλέπει ένα ολοκληρωμένο και ιεραρχημένο κυκλοφοριακό σύστημα: οι δύο κύριες λεωφόροι που τέμνονται κάθετα διασχίζουν την πόλη από νότο προς βορά και από ανατολή σε δύση. Τοποθετείται μια πόλη έξω από το κέντρο της Αρχαίας Σπάρτης και εντάσσονται στο σχέδιό του δύο σημαντικά μνημεία: στον φερόμενο ως τάφο του Λεωνίδα διαμορφώνεται μία πλατεία, ενώ τα ερείπια της παλαιοχριστιανικής, που βρίσκονται στον ανατολικό λόφο της πόλης, εντάσσονται σ’ ένα κοινόχρηστο χώρο. Το σχέδιο επίσης αξιοποιεί και αναδεικνύει το φυσικό περιβάλλον της περιοχής προβλέποντας στο λόφο της Ευαγγελίστριας, στη βορινή πλευρά του, την κατασκευή τριών κτηρίων Διοίκησης με πρόσωπο προς την οδό Λυκούργου και του καθεδρικού ναού της πόλης στην κορυφή του λόφου.
Στην κεντρική πλατεία της Σπάρτης που αρχικά ήταν ενοποιημένη με το σημερινό κήπο του Αρχαιολογικού Μουσείου, προβλεπόταν στη δυτική της πλευρά η κατασκευή δύο κτηρίων, Δημοτικού Καταστήματος στο νότιο και Ταχυδρομείου στο βορινό. Για την ανατολική πλευρά αυτής της μεγάλης πλατείας είχαν σχεδιαστεί άλλα δύο κτήρια, με χρήσεις Δημοτικού Σχολείου και δημοσίων υπηρεσιών αντίστοιχα. Στο λόφο του Ξενία ένα κτήριο στρατώνα και νότιά του, με πρόσωπο στην οδό Όθωνος - Αμαλίας, προβλεπόταν η ανέγερση κτηρίου φυλακών.
Είχε γίνει επίσης και πρόβλεψη για μια βιοτεχνική ζώνη με βαφεία και σφαγεία, σ’ ένα οικοδομικό τετράγωνο στο βορειοδυτικό άκρο του σχεδίου πόλης, εκεί όπου μέχρι πριν αρκετά χρόνια ακόμα υπήρχαν τα παλιά εργοστάσια επεξεργασίας μεταξιού.
Από τα προβλεπόμενα αυτά δημόσια κτήρια κατασκευάστηκαν μόνο το κτήριο του Πρωτοδικείου, ο ναός της Ευαγγελίστριας και το Δημαρχείο. Το Αρχαιολογικό Μουσείο έγινε εκεί όπου το αρχικό σχέδιο προέβλεπε την κατασκευή Σχολείου και Δημοσίων Υπηρεσιών. Ο διαχωρισμός της αρχικά ενιαίας κεντρικής πλατείας έγινε προκειμένου από την πώληση των οικοπέδων που δημιουργήθηκαν να βρεθούν χρήματα για την ανέγερση των προβλεπόμενων από το σχέδιο πόλης δημοσίων κτηρίων.
Την 1η Ιανουαρίου 1837, ημέρα Παρασκευή και ώρα 11η π.μ. τελέστηκε θρησκευτική τελετή για την εγκαθίδρυση των αρχών στην καινούργια πόλη μέσα σε πανηγυρική ατμόσφαιρα και με ενθουσιώδη συμμετοχή του λαού. Πρώτος δήμαρχός της ήταν ο Εμμ. Μελετόπουλος. Κατά τη διάρκεια του ίδιου έτους Σπάρτη ορίζεται πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας. Την 5η Φεβρουαρίου 1838 επισκέφτηκε την πόλη ο βασιλιάς Όθων, ο οποίος έγινε δεκτός με ενθουσιασμό από τους κατοίκους και τις αρχές.
Το 1899 έγινε μια επέκταση της πόλης περιμετρικά του αρχικού σχεδίου, που φέρει τη σφραγίδα του εργοδηγού Εμμανουήλ, χωρίς να είναι απόλυτα διευκρινισμένο εάν ήταν και ο ίδιος ο συντάκτης του. Το σχέδιο αυτό, όσον αφορά τη ρυμοτομία, ακολούθησε τη δομή του αρχικού σχεδίου. Οι προς Βορρά του αρχικού σχεδίου όμως περιοχές που περιελήφθησαν στην επέκταση αυτή δημιούργησαν έναν ασφυκτικό κλοιό γύρω από τη ακρόπολη τη Αρχαίας Σπάρτης.